Κείμενο αναφοράς του Κώστα Δημητρόπουλου στο Εργαστήριο για τον Οικουμενικό Ελληνισμό του Συνεδρίου για το Υπαρξιακό πρόβλημα της Χώρας

ΤΟ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

Το ζήτημα της Ηπείρου σχετίζεται με την απόσυρση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από την Χερσόνησο του Αίμου. Η Ήπειρος ως γεωγραφική περιοχή, κατοικείται από κατοίκους που έχουν κοινά ήθη και έθιμα, συμμετέχουν στην ελληνική ιστορία, είναι στην πλειοψηφία τους ορθόδοξοι και ελληνόγλωσσοι και έχουν ελληνική εθνική συνείδηση. Παρ' όλα αυτά, η Ήπειρος γίνεται το "μήλο της Έριδος" για τον αλβανικό σωβινισμό και περιοχή στρατηγικού ενδιαφέροντος για χώρες όπως η Ιταλία και η Αυστρία - ενάντια στα δικαιώματα του εθνικού αυτοκαθορισμού και της αυτοδιάθεσης των Ηπειρωτών.

Σήμερα, περιοχές σαν την Άρτα ή Παλαιοάρτα (βόρεια του Αυλώνα), την επαρχία Χιμάρας, τους Αγίους Σαράντα και τον Βούρκο, το Δέλβινο, την Δρόπολη (αρχ. Δρυϊνούπολις) και το Αργυρόκαστρο, την Πρεμετή, το Λεσκοβίκι, την Ερσέκα, την Μοσχόπολη, την Κορυτσά κ.τ.λ. αποτελούν σημαντικά σημεία της β. Ηπείρου.

Έως και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο

Η Ελληνική κυβέρνηση έως τις αρχές του 20ου αιώνα, προωθούσε την φιλία με ηγετικές φυσιογνωμίες των Αλβανών. Λίγο νωρίτερα είχε γεννηθεί και η σκέψη ενός δυαδικού κράτους, στα πρότυπα της Αυστροουγγαρίας. Η άνοδος του αλβανικού εθνικισμού ματαίωσε αυτή την προσπάθεια, αν και μια ανεξάρτητη Αλβανία, φιλική προς την Ελλάδα, ήταν καλοδεχούμενη από την Αθήνα. Τα πράγματα άλλαξαν όταν το 1912 οι Νεότουρκοι υποσχέθηκαν στην ηγεσία του αλβανικού εθνικισμού τα βιλαέτια Ιωαννίνων και Σκόδρας καθώς και μεγάλα τμήματα του Κοσσυφοπεδίου και Μοναστηρίου. Στην γεωγραφική περιοχή που οι Οθωμανοί ονόμαζαν "Αλβανία", εντάσσονταν ολόκληρη η Ήπειρος και εκατοντάδες χιλιάδες Ελλήνων. Το καλοκαίρι του 1912, το ελληνικό Υπουργείο των Εξωτερικών διευκρίνισε τις περιοχές τις οποίες και διεκδικούσε:

1. σαντζάκι Πρέβεζας,

2. σαντζάκι Ηγουμενίτσας,

3. σαντζάκι Ιωαννίνων,

4. σαντζάκι Αργυρόκαστρου (μεγαλύτερο μέρος)

5. καζάς Αυλώνα (μισός)

6. Σαντζάκι Κορυτσάς (εκτός καζά Σταρόβου)

Στην ευρύτερη περιοχή της Αδριατικής, η Ιταλία και η Αυστροουγγαρία καλλιεργούσαν και επιχειρούσαν να εξυπηρετήσουν τα σχέδιά τους με την δημιουργία αλβανικού κράτους με τρόπο ώστε να υπάρχει διαρκής ένταση στην περιοχή.

Τον Οκτώβριο του 1912 αρχίζει ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος και τον Νοέμβριο απελευθερώνεται η Χιμάρα από μικτό σώμα Χιμαραίων και Κρητικών υπό τον Χιμαραίο αξιωματικό Σπύρο Σπυρομίλιο. Η Ιταλία σπεύδει να προλάβει τις εξελίξεις στη Χιμάρα. Λίγες μέρες αργότερα ο Ισμαήλ Κεμάλ – Βλιώρα, κηρύττει στον Αυλώνα την ανεξαρτησία της Αλβανίας. Τον επόμενο χρόνο ο Ελληνικός στρατός απελευθέρωσε περίπου το σύνολο της ιστορικής Ηπείρου – ελέγχοντας τις περιοχές που πλειοψηφούσε το ελληνορθόδοξο στοιχείο.

Το 1914 η Ελλάδα εκβιαζόμενη από τις Μεγάλες Δυνάμεις, όσον αφορά τα σύνορα στο βορειοανατολικό Αιγαίο, αποχωρεί από το βόρειο τμήμα της Ηπείρου. Οι κάτοικοι επαναστατούν και υπερασπίζονται τις απειλούμενες περιοχές. Κηρύττουν την Αυτονομία και έρχονται σε σύγκρουση με τις Αλβανικές δυνάμεις. Υπογράφεται το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας όπου η Αλβανία αναγνωρίζει διευρυμένα δικαιώματα στις εξεγερθείσες περιοχές. Πριν τελειώσει η ίδια χρονιά ο Ελληνικός στρατός επιστρέφει μετά από εντολή των ίδιων Μεγάλων Δυνάμεων. Η Ένωση με το Ελληνικό κράτος μοιάζει να είναι γεγονός μετά την συμμετοχή των εκπροσώπων της βόρειας Ηπείρου στη βουλή του Δεκεμβρίου του 1915.

Κατά την διάρκεια του Α' παγκόσμιου πολέμου ο Εθνικός Διχασμός έβλαψε και την συνοχή της Ηπείρου. Ελληνικές στρατιωτικές μονάδες εγκατέλειψαν σημαντικά κομμάτια της Ηπείρου στους Ιταλούς και τους Γάλλους (1916 – 1920) εκτός από το στρατιωτικό τμήμα που βρίσκονταν στην Κορυτσά όπου μαζί με τους κατοίκους της προσπάθησαν να κρατήσουν την πόλη, ελληνική, στο πλευρό της κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης.

Το Ηπειρωτικό ζήτημα βρίσκει τη λύση του, προς στιγμή, το 1919 (σύμφωνο Τιτόνι – Βενιζέλου), όταν η Ιταλία αναγνώρισε τα δίκαια της Ελλάδας, νότια του Αυλώνα. Το 1921 η Αλβανία έγινε δεκτή από την Κοινωνία των Εθνών, υπογράφοντας την κοινή για όλες τις χώρες, δήλωση σεβασμού των μειονοτήτων και πριν λήξει το έτος κατοχυρώνονται τα σύνορά της. Στην περίφημη δίκη των Έξι, η δεύτερη παράγραφος του κατηγορητηρίου αφορά την β. Ήπειρο.

Τα χρόνια που ακολούθησαν δύο ηγέτης της Αλβανίας προσπάθησαν να περιορίσει την δυναμική του ελληνισμού. Ο Φαν Νόλη (Θεοφάνης Μαυρομάτης) μέσω της αλβανοποίησης της Ορθόδοξης Εκκλησίας και ο Αχμέτ Ζώγου μέσω του περιορισμού της ελληνικής εκπαίδευσης. Την πολιτική τους ισχυροποίησε και παγίωσε αργότερα ο Ε. Χότζα. Όσον αφορά το πρώτο, το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναγνώρισε το 1937 το Αυτοκέφαλο της εν Αλβανία Ορθόδοξης Εκκλησίας. Απέναντι στην πολιτική του αλβανικού κράτους κατά των ελληνικών εκπαιδευτηρίων, διοργανώθηκε αποχή των μαθητών. Η ελληνική κυβέρνηση προσέφυγε στην Κοινωνία των Εθνών, αλλά μόνον για σχολεία ελληνόγλωσσων χωριών και μόνο σε αυτά στα οποία είχε γίνει κατορθωτή η συλλογή σχετικών υπογραφών. Το 1935 το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης γνωμάτευσε υπέρ του δικαιώματος της διδασκαλίας στην ελληνική γλώσσα των συγκεκριμένων χωριών.

Κατά την διάρκεια του Ελληνο – Ιταλικού πολέμου του 1940, η βόρεια Ήπειρος απελευθερώθηκε για τρίτη φορά. Στις τάξεις του Ελληνικού Στρατού πολέμησαν μεταξύ άλλων εκατοντάδες εθελοντών Βορειοηπειρωτών. Μετά την κατάρρευση του μετώπου και την κατάκτηση της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Άξονα, η Αλβανική σημαία υψώθηκε στους Φιλιάτες της Θεσπρωτίας. Οι Αλβανοτσάμηδες της περιοχής είχαν ήδη συμμαχήσει με την Ιταλία και, μετά το 1943, εκατοντάδες μαχητών μεταπήδησαν στον γερμανικό στρατό, διαπράττοντας εγκλήματα εναντίον των γειτόνων τους, των Ελλήνων. Η προσπάθεια εκ μέρους του ΕΛΑΣ να συγκροτήσει στρατιωτικό σώμα με μέλη της αλβανοτσάμικης μειονότητας, είχε πενιχρά αποτελέσματα. Την περίοδο της κατοχής οι βόρειοι Ηπειρώτες έδρασαν ένοπλα. Κάποιοι εντάχθηκαν σε ελλαδικές οργανώσεις (Ε.Δ.Ε.Σ., Ε.Λ.Α.Σ) ή κατέφυγαν στον ελληνικό στρατό που δρούσε στη Μέση Ανατολή και κατόπιν στην Ιταλία. Οι περισσότεροι οργανώθηκαν στις ίδιες τις περιοχές τους σε ανεξάρτητες ομάδες αυτοάμυνας, και κυρίως στο Μέτωπο Απελευθέρωσης Βορείου Ηπείρου (αργότερα στην Επιτροπή Απελευθέρωσης Βορείου Ηπείρου). Το Μ.Α.Β.Η. γρήγορα δέχθηκε επιθέσεις αρχικά των Γερμανοϊταλών και των συνεργατών τους και στη συνέχεια από το κίνημα του Ενβέρ Χότζα και τελικά έπαψε να υφίσταται.

Ένα μέρος του πληθυσμού, στη Δρόπολη και στο Βούρκο και μετά από συμφωνία του Ε.Α.Μ. με το Απελευθερωτικό Μέτωπο της Αλβανίας ("σύμφωνο Κονίσπολης"), εντάσσονται στην "Αντιφασιστική Οργάνωση Ελληνικής Μειονότητας στην Αλβανία" που οργανώθηκε από αξιωματικούς του Ε.Α.Μ. - Ε.Λ.Α.Σ.. Σύντομα όμως αυτή η συμφωνία αμφισβητήθηκε και η οργάνωση θεωρήθηκε "αυτονομιστική" και διαλύθηκε από τους οπαδούς του Ενβέρ Χότζα. Στελέχη της, με την υπόσχεση ότι θα λυθεί το θέμα της β. Ηπείρου μετά τη λήξη του πολέμου και με βάση την Αρχή της Αυτοδιάθεσης των Λαών, εντάχθηκαν σε αντάρτικες ομάδες που ελέγχονταν απόλυτα από το Απελευθερωτικό Μέτωπο Αλβανίας (Χότζα).

Β. Μεταπολεμικά

Με τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Αθήνα προσπάθησε να πείσει τις Μεγάλες Δυνάμεις να τηρήσουν τις πρόσφατες υποσχέσεις τους περί απόδοσης της β. Ηπείρου. Όμως, η διεθνείς ανακατατάξεις είχαν μεταβάλει άρδην το σκηνικό. Από τη μία πλευρά η συγκρότηση ενός πόλου γύρω από την ΕΣΣΔ και από την άλλη η βαθμιαία μεταβολή της στάσης της Αγγλίας και της Αμερικής υπέρ της ακεραιότητας του αλβανικού κράτους, υπέσκαψαν και εν τέλει ματαίωσαν κάθε προσπάθεια διευθέτησης του ζητήματος με βάση τις διεκδικήσεις της επίσημης Ελλάδα και τη βούληση του ντόπιου πληθυσμού. Εν τέλει, στα τέλη του 1946, η υπόθεση του Βορειοηπειρωτικού παραπέμφθηκε στο Συμβούλιο Υπουργών των Εξωτερικών των Μεγάλων Δυνάμεων (Γαλλία, ΗΠΑ, Μεγάλη Βρετανία, Ε.Σ.Σ.Δ.) για να συζητηθεί και αφού υπογραφούν οι Συνθήκες Ειρήνης με την Αυστρία και τη Γερμανία. Για την ιστορία να σημειώσουμε πως η Συνθήκη Ειρήνης υπογράφηκε το 1955 και με τη Γερμανία το 1990. στην Μόσχα.

Με ηγέτη της Αλβανίας τον Ενβέρ Χότζα, αρχίζει η εποχή της συστηματικότερης καταπίεσης και αφομοίωσης του ελληνικού πληθυσμού. Σημαντικές φυσιογνωμίες των Ηπειρωτών – ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης – εξοντώνονται. Επίσης, σημειώνονται εκτελέσεις, εξαφανίσεις, βασανισμοί, φυλακίσεις, εκτοπίσεις (χωριών, οικογενειών και μεμονωμένων ατόμων), βιασμοί, ψυχολογική βία, απαγόρευση μετακινήσεων, συνέχισης σπουδών και άσκησης συγκεκριμένων επαγγελμάτων, διαστρέβλωση στοιχείων του πολιτισμού και της ιστορίας, καταστροφή μνημειακών χώρων, άρνηση του δικαιώματος του θρησκεύειν, επιβολή νέων ανθρωπωνυμίων και τοπωνυμίων κ.ά. Βασικός στόχος είναι η υπονόμευση και διάβρωση των κοινωνικών δεσμών μαζί με την περιθωριοποίηση και αποβολή και διάσπαση των εθνικών και θρησκευτικών χαρακτηριστικών και ιδιαιτεροτήτων.

Η προσκόλληση και στη συνέχεια διακοπή σχέσεων με διάφορες χώρες του λεγόμενου «Ανατολικού μπλοκ», μπορούν να χαρακτηριστούν ως ακροβατισμοί της αλβανικής εξωτερικής πολιτικής. Με αυτή της τη στάση το καθεστώς κέρδιζε παρατάσεις, διακοπή σχέσεων με παρελθόντες συμμάχους, καλλιέργεια νέων, με ιδεολογικοπολιτικούς αντιπάλους (κράτη, προσωπικότητες, μη σύννομες ομάδες).

Ύστερα από τις δραματικές αλλαγές του 1990 - 1991, το αλβανικό καθεστώς φανερά καταβεβλημένο, προβαίνει σε μια θεαματική στροφή και ταυτίζεται με τις επιλογές των Η.Π.Α. στην περιοχή, πριν αποδεχθεί τον πολυκομματισμό και μετακινηθεί στο δυτικό στρατόπεδο.

Αυτή την περίοδο ο Ελληνισμός οργανώνεται στην Δημοκρατική Ένωση της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας Ομόνοια, η οποία λειτουργεί για λίγους μήνες ως πολιτική οργάνωση και λαμβάνει μέρος στις πρώτες εκλογές – μόνο στις “μειονοτικές ζώνες”. Ειδικά για αυτές και παρά τις αλλαγές των καιρών τα Τίρανα εμμένουν στο να αναγνωρίζονται “μειονοτικά” δικαιώματα μόνον σε 99 χωριά που βρίσκονται στις περιοχές της Πρεμετής, του Αργυρόκαστρου, του Δέλβινου και των Αγίων Σαράντα. Παραμένουν χωρίς να τους αναγνωρίζεται κανένα εθνικό δικαίωμα χιλιάδες Ελλήνων που ζουν στις πόλεις που προαναφέραμε, αλλά και στις περιοχές της Χιμάρας, της Άρτας του Αυλώνα, της Κορυτσάς κ.ά.

Από το 2000 και μετά στην πρωτοπορία του αγώνα εμφανίζονται οι Χιμαραίοι, οι οποίοι διεκδικούν εκτός από το να αναγνωρίζονται ως Έλληνες, του σεβασμού της εκλογικής τους βούλησης και του δικαιώματος στην επιστροφή της ακίνητης περιουσίας τους. Στη Χιμάρα και έως σήμερα καταγράφονται φαινόμενα εκλογικής νοθείας, βιαιοπραγιών (κάθε φύσεως), καταπάτησης των ακίνητων περιουσιών, ληστειών εκ μέρους του κράτους (κυρίως) κ.ά.

Στις μέρες μας η μαζική έξοδος του γηγενούς και ιστορικού Ηπειρωτικού Ελληνισμού προς την Ελλάδα (αλλά και το εξωτερικό), σε συνδυασμό με την ανεπαρκή πολιτική του εκπροσώπηση και την ελλαδική αδιαφορία(;), έχει ακινητοποιήσει το όλο ζήτημα και πιθανόν το οδηγεί στην πλήρη απονεύρωσή του. Το ίδιο το αλβανικό κράτος, παρ’ όλη την αντιδημοκρατική συμπεριφορά του, ετοιμάζεται να γίνει δεκτό στους φιλόξενους και γενναιόδωρους κόλπους τη μεγάλης ευρωπαϊκής οικογένειας. Η άρνηση αναγνώρισης δικαιωμάτων που προβλέπονται από τις διεθνείς συνθήκες, υπό άλλες συνθήκες θα αποτελούσαν στοιχεία ικανά να εγείρουν ικανές πρακτικές (ή έστω προσπάθειες) συμμόρφωσης, εκ μέρους κινημάτων υπεράσπισης των δημοκρατικών θεσμών και των ανθρώπινων δικαιωμάτων. 

Κώστας Δημητρόπουλος

Πρωτοβουλία“Οι απ’ έδω”, για τον γηγενή και ιστορικό Ηπειρωτικό Ελληνισμό

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Τα 3 (νέα) αίσχη του κ. Ράμα

Συσπείρωση για τη Δημοκρατία και την Ενότητα στη Βόρειο Ήπειρο

Απολογισμός έργου ενός χρόνου από την Α' Διαβούλευση